-
1 ὀλιγ-αρκής
ὀλιγ-αρκής, ές, sich mit Wenigem begnügend; καὶ μέτριον χρὴ εἶναι τὸν φιλόσοφον, Luc. Tim. 57; – τὸ ὀλιγαρκές, = ὀλιγάρκεια, 54.
1 ὀλιγ-αρκής
ὀλιγ-αρκής, ές, sich mit Wenigem begnügend; καὶ μέτριον χρὴ εἶναι τὸν φιλόσοφον, Luc. Tim. 57; – τὸ ὀλιγαρκές, = ὀλιγάρκεια, 54.